- Πάσιος
- Πάσιος [pron. full] [ᾱ], ὁ, (πᾶσις)A = Κτήσιος, epith. of Zeus, Ἀρχ. Ἐφ.1911.152 (Arc.), SIG1106.148 (Cos, iv/iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πάσιος — ὁ, Α [πᾱσις] 1. προσωνυμία τού Διός 2. ονομασία μήνα … Dictionary of Greek
Πασίου — Πᾱσίου , Πάσιος masc gen sg Πασίης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασίων — Πᾱσίων , Πάσιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάσιον — Πά̱σιον , Πάσιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)